- εὐαγορέω
- εὐᾱγορέω1 praise formally ὂς δ' ἀμφ ἀέθλοις ἢ πολεμίζων ἄρηται κῦδος ἁβρόν, εὐαγορηθεὶς κέρδος ὕψιστον δέκεται (ἐγκωμιασθείς Σ.) I. 1.51
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Εὐαγόρεω — Εὐαγόρεω̆ , Εὐαγόρης masc gen sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαγόρη — εὐᾱγόρη , εὐαγορέω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) εὐᾱγόρη , εὐαγορέω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευηγορώ — εὐηγορῶ, έω, δωρ. τ. εὐαγορέω (Α) [ευήγορος] μιλώ καλά για κάποιον, επαινώ … Dictionary of Greek
εὐαγορηθείς — εὐᾱγορηθείς , εὐαγορέω aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)